αγκιστρώνομαι
Greek
Verb
αγκιστρώνομαι • (agkistrónomai) passive (simple past αγκιστρώθηκα, active αγκιστρώνω)
- be hooked
- be shackled
Conjugation
see this verb's full conjugation at: αγκιστρώνω (agkistróno)
单词 | αγκιστρώνομαι |
释义 | αγκιστρώνομαι |
随便看 |
国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。