αγεωμέτρητος
See also: ἀγεωμέτρητος
Greek
Etymology
From Ancient Greek ἀγεωμέτρητος (ageōmétrētos).
Adjective
αγεωμέτρητος • (ageométritos) m (feminine αγεωμέτρητη, neuter αγεωμέτρητο)
- ungeometric, ungeometrical
- unable to do geometry
- ignorant of geometry
Declension
declension of αγεωμέτρητος
number case / gender | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αγεωμέτρητος | αγεωμέτρητη | αγεωμέτρητο | αγεωμέτρητοι | αγεωμέτρητες | αγεωμέτρητα |
genitive | αγεωμέτρητου | αγεωμέτρητης | αγεωμέτρητου | αγεωμέτρητων | αγεωμέτρητων | αγεωμέτρητων |
accusative | αγεωμέτρητο | αγεωμέτρητη | αγεωμέτρητο | αγεωμέτρητους | αγεωμέτρητες | αγεωμέτρητα |
vocative | αγεωμέτρητε | αγεωμέτρητη | αγεωμέτρητο | αγεωμέτρητοι | αγεωμέτρητες | αγεωμέτρητα |
derivations | comparative: πιο (pio) + positive forms (e.g. πιο αγεωμέτρητος, etc.) relative superlative: definite article + πιο (pio) + positive forms (e.g. ο πιο αγεωμέτρητος (o pio ageométritos), etc.) |