έκθεση
Greek
Etymology
Learnedly, from Ancient Greek ἔκθεσις (ékthesis), from ἐκ (ek) + θέσις f (thésis) & semantic loan from French exposition.[1] Synchronically analysable as έκ- (ék-) + θέση (thési).
Pronunciation
- IPA(key): /ˈek.θe.si/
- Hyphenation: έκ‧θε‧ση
Noun
έκθεση • (ékthesi) f (plural εκθέσεις)
- exhibition (public showing), exposition
- showroom
- fair
- essay
- report
- Το δεύτερο έγγραφο ήταν μια έκθεση του ιταλικού Ελεγκτικού Συνεδρίου.
- To déftero éngrafo ítan mia ékthesi tou italikoú Elegktikoú Synedríou.
- The second document was a report from the Italian Court of Auditors.
- show
Declension
declension of έκθεση
case \\ number | singular | plural | |
---|---|---|---|
nominative | έκθεση • | εκθέσεις • | |
genitive | έκθεσης • | εκθέσεων • | |
accusative | έκθεση • | εκθέσεις • | |
vocative | έκθεση • | εκθέσεις • | |
Also, older or formal genitive singlar: εκθέσεως • |
Related terms
- αντέκθεση f (antékthesi, “counter report”)
- έκθεμα n (ékthema, “exhibit”)
- θέση f (thési, “position”)
- and see: εκθέτω (ekthéto, “exhibit, display”) & θέτω (théto, “put”)
References
- έκθεση - Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], 1998, by the "Triantafyllidis" Foundation.