请输入您要查询的单词:
单词
άταχτους
释义
άταχτους
Greek
Adjective
άταχτους
•
(
átachtous
)
Accusative
plural
masculine
form of
άταχτος
(
átachtos
)
.
随便看
-ερός
Ερύμανθος
ερώντων
ερώτημα
ερώτησα
ερώτηση
ερώτησης
Ερώτου
ερώτων
εσάς
εσένα
εσεί
εσείς
εσθιω
Εσθονέ
Εσθονές
Εσθονή
Εσθονής
Εσθονία
εσθονικά
εσθονικός
εσθονικών
Εσθονοί
Εσθονού
Εσθονούς
国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。
Copyright © 2004-2023 idict.net All Rights Reserved
京ICP备2021023879号
更新时间:2024/7/31 15:53:51