άρρητος
Greek
Adjective
άρρητος • (árritos) m (feminine άρρητη, neuter άρρητο)
- inexpressible, ineffable
- unspeakable
- Synonym: αμολόητος (amolóitos)
- indescribable
- (mathematics) irrational (of a number)
Declension
Declension of άρρητος
number case \\ gender | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | άρρητος • | άρρητη • | άρρητο • | άρρητοι • | άρρητες • | άρρητα • |
genitive | άρρητου • | άρρητης • | άρρητου • | άρρητων • | άρρητων • | άρρητων • |
accusative | άρρητο • | άρρητη • | άρρητο • | άρρητους • | άρρητες • | άρρητα • |
vocative | άρρητε • | άρρητη • | άρρητο • | άρρητοι • | άρρητες • | άρρητα • |
Coordinate terms
- παράλογος (parálogos, “irrational, unreasonable, absurd”)
Related terms
- άρρητος αριθμός m (árritos arithmós, “irrational number”)