άκανθο
Greek
Noun
άκανθο • (ákantho)
- (masculine) Accusative singular form of άκανθος (ákanthos).
- (feminine) Accusative singular form of άκανθος (ákanthos).
单词 | άκανθο |
释义 | άκανθο |
随便看 |
|
国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。