άγονος
Greek
Adjective
άγονος • (ágonos) m (feminine άγονη, neuter άγονο)
- infertile, barren, sterile
Declension
declension of άγονος
number case / gender | singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | άγονος | άγονη | άγονο | άγονοι | άγονες | άγονα |
genitive | άγονου | άγονης | άγονου | άγονων | άγονων | άγονων |
accusative | άγονο | άγονη | άγονο | άγονους | άγονες | άγονα |
vocative | άγονε | άγονη | άγονο | άγονοι | άγονες | άγονα |
derivations | comparative: πιο (pio) + positive forms (e.g. πιο άγονος, etc.) relative superlative: definite article + πιο (pio) + positive forms (e.g. ο πιο άγονος (o pio ágonos), etc.) |
Related terms
- αγονία f (agonía, “sterility”)