请输入您要查询的单词:
单词
άγαμα
释义
άγαμα
Greek
Adjective
άγαμα
•
(
ágama
)
Nominative, accusative and vocative
plural
neuter
form of
άγαμος
(
ágamos
)
.
随便看
ουράνιες
ουράνιο
ουράνιοι
ουράνιος
ουράνιο τόξο
ουράνιου
ουράνιους
ουράνιων
ουράς
ουρές
ουρία
ουραγκοτάγκος
ουρακοτάγκος
ουρακοτάνγκος
Ουρανέ
ουρανέ
ουρανής
ουρανί
Ουρανία
ουρανίου
ουρανίσκε
ουρανίσκο
ουρανίσκοι
ουρανίσκος
ουρανίσκου
国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。
Copyright © 2004-2023 idict.net All Rights Reserved
京ICP备2021023879号
更新时间:2024/7/11 21:02:49