请输入您要查询的单词:
单词
įkeliaute
释义
įkeliaute
Lithuanian
Participle
įkeliaute
"manner of action" būdinys participle of
įkeliauti
.
随便看
κοσμοθεωρία
κοσμοκράτωρ
κοσμολογία
κοσμοναύτης
κοσμοπολίτα
κοσμοπολίταις
κοσμοπολίταν
κοσμοπολίτας
κοσμοπολίτες
κοσμοπολίτη
κοσμοπολίτην
κοσμοπολίτης
κοσμοπολίτου
κοσμοπολίτᾳ
κοσμοπολίτῃ
κοσμοπολιτών
κοσμοπολιτᾶν
κοσμοπολιτῶν
κοσμοπολῖτα
κοσμοπολῖται
κοσμοῦντες
κοσμῆσαι
κοσμῶν
Κοσοβάρα
Κοσοβάρος
国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。
Copyright © 2004-2023 idict.net All Rights Reserved
京ICP备2021023879号
更新时间:2024/8/2 6:19:33