请输入您要查询的单词:
单词
écumés
释义
écumés
See also:
écumes
French
Verb
écumés
masculine plural of the past participle of
écumé
随便看
θρησκευτικές
θρησκευτική
θρησκευτικής
θρησκευτικοί
θρησκευτικού
θρησκευτικούς
θρησκευτικό
θρησκευτικός
θρησκευτικών
θρησκόληπτος
θριάμβευσα
θριάμβου
θριάμβους
θριάμβων
Θριάσιον
θριαμβεύω
θριγκός
θριδάκινος
θριξ
-θρον
θρονος
θρυαλλίς
θρυλίσσω
θρυλικά
θρυλικές
国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。
Copyright © 2004-2023 idict.net All Rights Reserved
京ICP备2021023879号
更新时间:2024/8/2 1:23:53