请输入您要查询的单词:
单词
avassalas
释义
avassalas
Portuguese
Verb
avassalas
second-person singular (
tu
) present indicative of
avassalar
随便看
διχοτομήσεις
διχοτομήσεων
διχοτομήσεως
διχοτομία
διχοτόμηση
διχοτόμησης
διχτυού
διχτυών
διχόνοια
διχότομος
διψάς
διψάσαμε
διψάω
διψασμένα
διψασμένε
διψασμένες
διψασμένη
διψασμένης
διψασμένο
διψασμένοι
διψασμένος
διψασμένου
διψασμένους
διψασμένων
διψηρός
国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。
Copyright © 2004-2023 idict.net All Rights Reserved
京ICP备2021023879号
更新时间:2024/7/13 10:04:08