请输入您要查询的单词:
单词
undersowing
释义
undersowing
English
Verb
undersowing
present participle of
undersow
随便看
ακοόγραμμα
ακοόμετρα
ακοόμετρο
ακούγομαι
ακούγοντας
ακούγω
ακούμπησα
ακούμπισμα
ακούμπωτος
ακούνητος
ακούομαι
ακούραστα
ακούραστε
ακούραστες
ακούραστη
ακούραστης
ακούραστο
ακούραστοι
ακούραστος
ακούραστου
ακούραστους
ακούραστων
ακούρδιστος
ακούρευτος
ακούρντιστος
国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。
Copyright © 2004-2023 idict.net All Rights Reserved
京ICP备2021023879号
更新时间:2024/8/1 14:13:50