请输入您要查询的单词:
单词
auslieft
释义
auslieft
German
Verb
auslieft
Second-person
plural
preterite
subordinate clause form of
auslaufen
.
随便看
αναπηδώ
αναπηρία
αναπηρίας
αναπηρίες
αναπηρικός
αναπηριών
αναπιάνω
αναπλάθομαι
αναπλάθω
αναπλάσεις
αναπλάσεων
αναπλάσεως
αναπλάσσω
αναπλάστηκα
αναπλέκομαι
αναπλέκω
αναπλέχτηκα
αναπλέω
αναπλήρωμα
αναπλήρωσα
αναπλήρωση
αναπλήρωσης
αναπλαστικός
αναπλειστηρίασα
αναπλειστηριάζομαι
国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。
Copyright © 2004-2023 idict.net All Rights Reserved
京ICP备2021023879号
更新时间:2024/8/1 13:43:14