请输入您要查询的单词:
单词
työelämän
释义
työelämän
Finnish
Noun
työelämän
Genitive singular form of
työelämä
.
Anagrams
elämäntyö
随便看
απεραντολογία
απεραντολογίας
απεραντολογίες
απεραντολογιών
απεραντολογώ
απεραντολόγησα
απεραντολόγος
απεραντοσύνη
απεραντοσύνης
απεργάζομαι
απεργάστηκα
απεργέ
απεργία
απεργίας
απεργίες
απεργιακός
απεργιών
απεργοί
απεργοσπάστες
απεργοσπάστη
απεργοσπάστης
απεργοσπάστρια
απεργοσπάστριας
απεργοσπάστριες
απεργοσπασία
国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。
Copyright © 2004-2023 idict.net All Rights Reserved
京ICP备2021023879号
更新时间:2024/7/31 16:13:35