请输入您要查询的单词:
单词
tyhmimpiä
释义
tyhmimpiä
Finnish
Adjective
tyhmimpiä
Partitive plural form of
tyhmin
.
随便看
αεροπλοΐα
αεροπλοΐας
αεροποίησα
αεροποίηση
αεροποίησης
αεροποιήθηκα
αεροποιήσεις
αεροποιήσεων
αεροποιήσεως
αεροποιούμαι
αεροποιώ
αεροπορία
αεροπορίας
αεροπορίες
αεροπορικά
αεροπορικέ
αεροπορικές
αεροπορικές επιθέσεις
αεροπορικές εταιρείες
αεροπορική
αεροπορική επίθεση
αεροπορική εταιρεία
αεροπορικής
αεροπορικοί
αεροπορικού
国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。
Copyright © 2004-2023 idict.net All Rights Reserved
京ICP备2021023879号
更新时间:2024/8/1 1:56:19