请输入您要查询的单词:
单词
attriverunt
释义
attriverunt
Latin
Verb
attrīvērunt
third-person plural perfect active indicative of
atterō
随便看
απορρίπτω
απορρίφθηκα
απορρίφτηκα
απορρίχνω
απορρίψεις
απορρίψεων
απορρίψεως
απορρίψιμος
απορριγμάτων
απορριμάτων
απορριμμάτων
απορριμματοδοχεία
απορριμματοδοχείο
απορριμματοδοχείου
απορριμματοδοχείων
απορριμματοφόρα
απορριμματοφόρε
απορριμματοφόρες
απορριμματοφόρη
απορριμματοφόρης
απορριμματοφόρο
απορριμματοφόροι
απορριμματοφόρος
απορριμματοφόρου
απορριμματοφόρους
国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。
Copyright © 2004-2023 idict.net All Rights Reserved
京ICP备2021023879号
更新时间:2024/11/5 17:31:57