请输入您要查询的单词:
单词
assoprou
释义
assoprou
Portuguese
Verb
assoprou
third-person singular preterite of
assoprar
随便看
εγκρίσεις
εγκρίσεων
εγκρίσεως
εγκρατής
εγκυκλοπαίδεια
εγκυκλοπαίδειας
εγκυκλοπαίδειες
εγκυκλοπαιδειών
εγκυμοσύνη
εγκυμοσύνης
εγκυρότητα
εγκυρότητας
εγκύου
εγκύους
εγκύπτω
εγκύων
εγροίκησα
εγροικώ
εγχέομαι
εγχέομε
εγχέουμε
εγχέω
εγχείρηση
εγχείρησης
εγχείριση
国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。
Copyright © 2004-2023 idict.net All Rights Reserved
京ICP备2021023879号
更新时间:2024/11/6 6:42:02