请输入您要查询的单词:
单词
soccorriate
释义
soccorriate
Italian
Verb
soccorriate
second-person plural present subjunctive of
soccorrere
随便看
άθλησης
άθλια
άθλιας
άθλιε
άθλιες
άθλιο
άθλιοι
άθλιος
άθλιου
άθλιους
άθλιων
άθλο
άθλοι
άθλος
άθλου
άθλους
άθλων
άθολος
άθραυστος
άθρησκος
άθροισα
άθροιση
άθροισης
άθροισμα
άθρωποι
国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。
Copyright © 2004-2023 idict.net All Rights Reserved
京ICP备2021023879号
更新时间:2024/11/6 8:17:17