请输入您要查询的单词:
单词
assaggiata
释义
assaggiata
Italian
Participle
assaggiata
feminine singular of
assaggiato
随便看
λοχαγέ
λοχαγοί
λοχαγού
λοχαγούς
λοχαγό
λοχαγός
λοχαγών
Λούγδουνον
λούγκρα
λούγκρας
λούγκρες
λούζομαι
λούζω
Λούθηρος
Λούκη
λούκι
Λούκιος
λούμεν
λούμπεν
λούμπεν προλεταριάτο
λούνα παρκ
λούπης
λούππις
λούσας
Λούσιος
国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。
Copyright © 2004-2023 idict.net All Rights Reserved
京ICP备2021023879号
更新时间:2024/7/31 14:57:25