请输入您要查询的单词:
单词
räikkeet
释义
räikkeet
Finnish
Noun
räikkeet
Nominative plural form of
räike
.
随便看
Καθαρές Δευτέρες
καθαρή
Καθαρή Δευτέρα
καθαρής
καθαρίζομαι
καθαρίζω
καθαρίστηκα
καθαρίστρια
καθαρίστριας
καθαρίστριες
Καθαρεύουσα
καθαρεύουσα
Καθαρεύουσας
καθαρεύουσας
καθαρεύω
καθαριζω
καθαρισμος
καθαρισμός
καθαριστές
καθαριστή
καθαριστής
καθαριστριών
καθαριστών
καθαριότητα
καθαριότητας
国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。
Copyright © 2004-2023 idict.net All Rights Reserved
京ICP备2021023879号
更新时间:2024/8/1 22:43:18