请输入您要查询的单词:
单词
resurveying
释义
resurveying
English
Verb
resurveying
present participle of
resurvey
随便看
στείρας
στείρε
στείρες
στείρο
στείροι
στείρος
στείρου
στείρους
στείρων
στείρωσα
στείρωση
στείρωσης
στείχειν
στείχοντα
στείχοντε
στείχοντες
στείχοντι
στείχοντος
στείχουσα
στείχουσαι
στείχουσαν
στείχουσι
στείχουσιν
στείχω
στείχων
国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。
Copyright © 2004-2023 idict.net All Rights Reserved
京ICP备2021023879号
更新时间:2024/8/8 9:32:18