请输入您要查询的单词:
单词
abonowałem
释义
abonowałem
Polish
Verb
abonowałem
first-person singular masculine past of
abonować
随便看
νοστιμεύομαι
νοστιμεύτηκα
νοστιμεύω
νοστῆσαι
νοτιάς
Νοτιοαμερικανίδα
νοτιοαμερικανικός
Νοτιοαμερικανός
νοτιοανατολικά
νοτιοανατολικός
Νοτιοαφρικάνος
Νοτιοαφρικανή
νοτιοαφρικανικός
νοτιοδυτικά
νοτιοδυτικός
νοτιοδυτικώς
νοτών
νου
νουθέτημα
νουθεσία
νουθετέω
Νουκερία
Νουμέριος
νουμήνιος
νουνός
国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。
Copyright © 2004-2023 idict.net All Rights Reserved
京ICP备2021023879号
更新时间:2024/8/1 21:45:10