请输入您要查询的单词:
单词
pracują
释义
pracują
Polish
Verb
pracują
third-person plural present of
pracować
随便看
ΙΣ΄
ισ΄
ισάτη
Ισαακ
ισαπόστολος
ισημερία
ισημερίας
ισημερίες
Ισημερινέ
Ισημερινή Γουινέα
Ισημερινού
Ισημερινό
Ισημερινός
ισημερινός
ισημεριών
ισλαμισμός
Ισλανδέζα
Ισλανδέζας
Ισλανδέζες
Ισλανδέζων
Ισλανδές
Ισλανδή
Ισλανδής
Ισλανδία
Ισλανδίας
国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。
Copyright © 2004-2023 idict.net All Rights Reserved
京ICP备2021023879号
更新时间:2024/7/13 15:56:56