请输入您要查询的单词:
单词
oseriöse
释义
oseriöse
Swedish
Adjective
oseriöse
absolute definite natural masculine singular of
oseriös
.
随便看
αποχρεμπτικοί
αποχρεμπτικού
αποχρεμπτικούς
αποχρεμπτικό
αποχρεμπτικός
αποχρεμπτικών
αποχρωμάτισα
αποχρωμάτιση
αποχρωμάτισης
αποχρωματίζομαι
αποχρωματίζω
αποχρωματίσεις
αποχρωματίσεων
αποχρωματίσεως
αποχρωματίστηκα
αποχρωματισμέ
αποχρωματισμοί
αποχρωματισμού
αποχρωματισμούς
αποχρωματισμό
αποχρωματισμός
αποχρωματισμών
αποχρωστικός
αποχρών
αποχρών λόγος
国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。
Copyright © 2004-2023 idict.net All Rights Reserved
京ICP备2021023879号
更新时间:2024/8/1 6:15:21