请输入您要查询的单词:
单词
obrepe
释义
obrepe
Latin
Verb
obrēpe
second-person singular present active imperative of
obrēpō
随便看
λιμενάρχης
λιμενοφύλαξ
λιμηρός
λιμοί
λιμοὶ
λιμπίζομαι
λιμπίστηκα
Λιμυρός
λιμός
λιμών
λιμὴν
Λιμὴν Ἀργῷος
λινάρι
λινοσπέρμινος
λινουργός
λινοῦς
Λιντς
λινό
λινόζωστις
λινός
λινόσπερμον
λιογέρματα
λιογέρματος
λιογερμάτων
λιοκάματα
国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。
Copyright © 2004-2023 idict.net All Rights Reserved
京ICP备2021023879号
更新时间:2024/7/6 21:39:14