请输入您要查询的单词:
单词
neotypic
释义
neotypic
English
Adjective
neotypic
(
not comparable
)
(
taxonomy
)
Relating to a neotype; neotypal.
随便看
άμμος
άμμου
άμμους
άμμων
άμοιαστος
άμοιρα
άμοιρε
άμοιρες
άμοιρη
άμοιρης
άμοιρο
άμοιροι
άμοιρος
άμοιρου
άμοιρους
άμοιρων
άμορφα
άμορφε
άμορφες
άμορφη
άμορφης
άμορφο
άμορφοι
άμορφος
άμορφου
国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。
Copyright © 2004-2023 idict.net All Rights Reserved
京ICP备2021023879号
更新时间:2024/8/2 1:12:40