请输入您要查询的单词:
单词
annamme
释义
annamme
Finnish
Verb
annamme
First-person plural indicative present form of
antaa
.
随便看
Δελφοὺς
Δελφοῖς
Δελφός
δελφύς
Δελφών
Δελφῶν
Δελχί
δεμάτι
δεμάτια
δεμένος
δεματιού
δεματιών
δεν
δενδίλλω
δενδρίτες
δενδρίτη
δενδρίτης
δενδριτών
δενδρολίβανα
δενδρολίβανο
δενδρολίβανον
δενδρολίβανου
δενδρολίβανων
δενδρολιβάνου
δενδρολιβάνων
国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。
Copyright © 2004-2023 idict.net All Rights Reserved
京ICP备2021023879号
更新时间:2024/11/5 23:26:27