请输入您要查询的单词:
单词
Kõiv
释义
Kõiv
See also:
koiv
and
kõiv
Estonian
Proper noun
Kõiv
A surname
.
随便看
αποτρίχωσης
αποτραβάω
αποτραβήχτηκα
αποτραβηγμένος
αποτραβιέμαι
αποτραβώ
αποτραπήκαν
αποτραπήκανε
αποτρελάθηκα
αποτρελαίνομαι
αποτρελαίνω
αποτρεπτικός
αποτριχωτικά
αποτριχωτικέ
αποτριχωτικές
αποτριχωτική
αποτριχωτικής
αποτριχωτικοί
αποτριχωτικού
αποτριχωτικούς
αποτριχωτικό
αποτριχωτικός
αποτριχωτικών
αποτριχώθηκα
αποτριχώνομαι
国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。
Copyright © 2004-2023 idict.net All Rights Reserved
京ICP备2021023879号
更新时间:2024/7/12 3:21:50