请输入您要查询的单词:
单词
kreivittäret
释义
kreivittäret
Finnish
Noun
kreivittäret
Nominative plural form of
kreivitär
.
随便看
Λιθουανή
Λιθουανία
λιθουανικά
λιθουανικός
λιθουανικών
Λιθουανός
λιθουργός
λιθρίνι
λιθόκολλα
λιθόσπερμον
λιθόστρωτο
λιθόστρωτος
λιθόσφαιρα
λικέρ
Λικίννιος
λικεράκι
Λικιννία
λικμάω
λιλά
λιλαίομαι
λιλαιομένη
λιλαιόμενος
Λιλύβαιον
λιμάνι
λιμάνια
国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。
Copyright © 2004-2023 idict.net All Rights Reserved
京ICP备2021023879号
更新时间:2024/9/9 12:32:25