请输入您要查询的单词:
单词
amaresce
释义
amaresce
Latin
Verb
amārēsce
second-person singular present active imperative of
amārēscō
随便看
ομοφυλοφίλους
ομοφυλοφίλων
ομοφυλοφιλία
ομοφυλοφιλίας
ομοφυλόφιλα
ομοφυλόφιλε
ομοφυλόφιλες
ομοφυλόφιλη
ομοφυλόφιλης
ομοφυλόφιλο
ομοφυλόφιλοι
ομοφυλόφιλος
ομοφυλόφιλου
ομοφυλόφιλους
ομοφυλόφιλων
ομοφυλόφυλος
ομοφωνία
ομοφύλου
ομοφύλους
ομοφύλων
ομπρέλα
ομπρέλας
ομπρέλες
ομπρελών
ομφαλός
国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。
Copyright © 2004-2023 idict.net All Rights Reserved
京ICP备2021023879号
更新时间:2024/8/8 6:32:48