请输入您要查询的单词:
单词
jäktigt
释义
jäktigt
Swedish
Adjective
jäktigt
absolute indefinite neuter form of
jäktig
.
随便看
Ὅμιλαι
ὅμιλον
ὅμιλος
ὅμοια
ὅμοιον
ὅμοιος
ὅμορος
ὅμως
ὅν
ὅνδε
ὅνπερ
ὅντινα
ὅπερ
ὅπερ ἔδει δειξαι
ὅπερ ἔδει δεῖξαι
ὅπλα
ὅπλοις
ὅπλον
ὅπλου
ὅπλων
ὅπλῳ
ὅποι
ὅπου
ὅππως
ὅππῃ
国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。
Copyright © 2004-2023 idict.net All Rights Reserved
京ICP备2021023879号
更新时间:2024/11/5 19:39:42