请输入您要查询的单词:
单词
i’illä
释义
i’illä
Finnish
Noun
i’illä
Adessive plural form of
ikä
.
随便看
κερήθρα
κερήθρας
κερήθρες
κερί
κεραία
κεραίας
κεραίες
κεραιών
κερακιού
κερακιών
κεραμέως
κεραμίδι
κεραμίδια
κεραμίδιον
κεραμίς
Κεραμεικός
κεραμεύς
κεραμιδής
κεραμιδί
κεραμιδιά
κεραμιδιού
κεραμιδιών
κεραμική
κερασένιος
κερασιά
国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。
Copyright © 2004-2023 idict.net All Rights Reserved
京ICP备2021023879号
更新时间:2024/8/1 6:39:16