请输入您要查询的单词:
单词
insufflor
释义
insufflor
Latin
Verb
insufflor
first-person singular present passive indicative of
insufflō
随便看
υιος
υιός
υλίστρια
υλικά
υλικέ
υλικές
υλική
υλικής
υλικοί
υλικού
υλικούς
υλικό
υλικός
υλικών
υλισμικό
υλισμός
υλιστής
υλιστικός
υλοζωία
υλοζωισμός
υλοποίηση
υλοτομία
υμένας
υμένιο
υμνήσαμε
国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。
Copyright © 2004-2023 idict.net All Rights Reserved
京ICP备2021023879号
更新时间:2024/8/6 15:55:08