请输入您要查询的单词:
单词
insolencing
释义
insolencing
English
Verb
insolencing
present participle of
insolence
随便看
αντικριστής
αντικριστοί
αντικριστριών
αντικριστός
αντικριστών
αντικρουόμενος
αντικρούομαι
αντικρούομε
αντικρούουμε
αντικρούσεις
αντικρούσεων
αντικρούσεως
αντικρούσθηκα
αντικρούστηκα
αντικρούω
αντικρυσμένος
αντικρυστές
αντικρυστή
αντικρυστής
αντικρυστριών
αντικρυστών
αντικρύ
αντικρύστρια
αντικρύστριας
αντικρύστριες
国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。
Copyright © 2004-2023 idict.net All Rights Reserved
京ICP备2021023879号
更新时间:2024/8/8 12:28:17