请输入您要查询的单词:
单词
inpulsionem
释义
inpulsionem
Latin
Noun
inpulsiōnem
accusative singular of
inpulsiō
随便看
αποσάθρωσα
αποσάθρωση
αποσάθρωσης
αποσάπουνα
αποσάπουνο
αποσαθρώθηκα
αποσαθρώνομαι
αποσαθρώνω
αποσαθρώσεις
αποσαθρώσεως
αποσαρίδι
αποσαρίδια
αποσαριδιού
αποσαριδιών
αποσαφήνισα
αποσαφήνιση
αποσαφήνισης
αποσαφηνίζομαι
αποσαφηνίζω
αποσαφηνίσεις
αποσαφηνίσεων
αποσαφηνίσεως
αποσαφηνίστηκα
αποσβένομαι
αποσβένω
国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。
Copyright © 2004-2023 idict.net All Rights Reserved
京ICP备2021023879号
更新时间:2024/11/5 22:55:53