请输入您要查询的单词:
单词
incasiniate
释义
incasiniate
Italian
Verb
incasiniate
second-person plural present subjunctive of
incasinare
随便看
επικολλήσεως
επικράτεια
επικράτειας
επικράτειες
επικράτησα
επικρατεί
επικρατειών
επικρατώ
επικροτώ
επικρότησα
επικυρώνομαι
επικυρώνω
επικόλληση
επικόλλησης
επικός
επιλάρχου
επιλάρχους
επιλάρχων
επιλέγομαι
επιλέγω
επιλέχθηκα
επιλαχών
επιληπτικά
επιληπτικέ
επιληπτικές
国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。
Copyright © 2004-2023 idict.net All Rights Reserved
京ICP备2021023879号
更新时间:2024/8/7 16:25:42