请输入您要查询的单词:
单词
głaskaliście
释义
głaskaliście
Polish
Verb
głaskaliście
second-person plural masculine personal past of
głaskać
随便看
υποσχέσεως
υποτίμησα
υποτακτική
υποτελές
υποτελή
υποτελής
υποτελείς
υποτελούς
υποτελών
υποτιμώ
υποτροφία
υποτυπώδης
υπουργέ
υπουργεία
υπουργείο
Υπουργείο Εσωτερικών
υπουργείου
υπουργείων
υπουργικά
υπουργικέ
υπουργικές
υπουργική
υπουργικής
υπουργικοί
υπουργικού
国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。
Copyright © 2004-2023 idict.net All Rights Reserved
京ICP备2021023879号
更新时间:2024/9/9 12:53:28