请输入您要查询的单词:
单词
grieķus
释义
grieķus
Latvian
Noun
grieķus
m
accusative plural form of
grieķis
随便看
μισελληνισμός
μισεω
μισεῖ
μισημένος
Μισηνόν
μισητία
μισητός
μισθέ
μισθοί
μισθοδοσία
μισθοφόρος
μισθοφόρους
μισθού
μισθούς
μισθοῦ
μισθωτά
μισθωτέ
μισθωτές
μισθωτή
μισθωτής
μισθωτοί
μισθωτού
μισθωτούς
μισθωτό
μισθωτός
国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。
Copyright © 2004-2023 idict.net All Rights Reserved
京ICP备2021023879号
更新时间:2024/8/1 15:38:53