请输入您要查询的单词:
单词
grasest
释义
grasest
German
Verb
grasest
Second-person
singular
subjunctive I of
grasen
.
随便看
κρεμάστηκε
κρεμάω
κρεμασμένα
κρεμασμένε
κρεμασμένες
κρεμασμένη
κρεμασμένης
κρεμασμένο
κρεμασμένοι
κρεμασμένος
κρεμασμένου
κρεμασμένους
κρεμασμένων
κρεμαστάρι
κρεμαστάρια
κρεμαστές γέφυρες
Κρεμαστή
κρεμαστή γέφυρα
κρεμαστήρ
κρεμασταριού
κρεμασταριών
κρεμαστός
κρεμιέμαι
κρεμμυδάκι
κρεμμυδάκια
国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。
Copyright © 2004-2023 idict.net All Rights Reserved
京ICP备2021023879号
更新时间:2024/8/7 20:02:00