请输入您要查询的单词:
单词
genitivischen
释义
genitivischen
German
Adjective
genitivischen
inflected form of
genitivisch
随便看
ψηφισμάτων
ψηφισμένα
ψηφισμένε
ψηφισμένες
ψηφισμένη
ψηφισμένης
ψηφισμένο
ψηφισμένοι
ψηφισμένος
ψηφισμένου
ψηφισμένους
ψηφισμένων
ψηφοδέλτια
ψηφοδέλτιο
ψηφοδέλτιου
ψηφοδελτίου
ψηφοδελτίων
ψηφοδόχε
ψηφοδόχο
ψηφοδόχοι
ψηφοδόχος
ψηφοδόχου
ψηφοδόχους
ψηφοδόχων
ψηφοθήκη
国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。
Copyright © 2004-2023 idict.net All Rights Reserved
京ICP备2021023879号
更新时间:2024/8/9 8:52:18