请输入您要查询的单词:
单词
garbował
释义
garbował
Polish
Verb
garbował
third-person singular masculine past of
garbować
随便看
βαστιέμαι
βαστώ
βασυνίας
βατ
Βατή
βατή
βατίς
βατιάκη
Βατικανού
Βατικανό
βατομουριά
βατομουριάς
βατομουριές
βατομουριών
βατράχι
βατράχια
βατράχιον
βατράχου
βατράχους
βατράχων
βατραχάνθρωπε
βατραχάνθρωπο
βατραχάνθρωποι
βατραχάνθρωπος
βατραχίτης
国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。
Copyright © 2004-2023 idict.net All Rights Reserved
京ICP备2021023879号
更新时间:2024/8/6 17:24:02