请输入您要查询的单词:
单词
aineiston
释义
aineiston
Finnish
Noun
aineiston
Genitive singular form of
aineisto
.
随便看
πορθμό
Πορθμός
πορθμός
πορθμών
πορνίδιο
πορνεία
πορνείο
πορνεια
πορνεύω
πορνεῖον
πορνοβοσκός
πορνογράφε
πορνογράφημα
πορνογράφο
πορνογράφοι
πορνογράφος
πορνογράφου
πορνογράφους
πορνογράφων
πορνογραφία
πορνογραφικά
πορνογραφικές
πορνογραφική
πορνογραφικής
πορνογραφικοί
国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。
Copyright © 2004-2023 idict.net All Rights Reserved
京ICP备2021023879号
更新时间:2024/8/9 3:57:50