请输入您要查询的单词:
单词
affaitée
释义
affaitée
French
Verb
affaitée
f
pl
feminine singular of the past participle of
affaiter
随便看
αξόρκιστος
αξόφλητος
αξύλευτος
αξύπαστος
αξύπνητος
αξύριστα
αξύριστε
αξύριστες
αξύριστη
αξύριστης
αξύριστο
αξύριστοι
αξύριστος
αξύριστου
αξύριστους
αξύριστων
αοίδιμος
αοιδέ
αοιδοί
αοιδού
αοιδούς
αοιδό
αοιδός
αοιδών
αορ.
国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。
Copyright © 2004-2023 idict.net All Rights Reserved
京ICP备2021023879号
更新时间:2024/8/9 2:29:41