请输入您要查询的单词:
单词
afeiçoariam
释义
afeiçoariam
Portuguese
Verb
afeiçoariam
third-person plural conditional of
afeiçoar
随便看
ανόδους
ανόδων
ανόητα
ανόητες
ανόητη
ανόητης
ανόητο
ανόητοι
ανόητος
ανόητου
ανόητους
ανόητων
ανόθευτος
ανόμημα
ανόμοιος
ανόπτηση
ανόπτησης
ανόργανος
ανόργωτος
ανόρεχτος
ανόρθωσα
ανόρθωση
ανόρθωσης
ανόρυξα
ανόρυξη
国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。
Copyright © 2004-2023 idict.net All Rights Reserved
京ICP备2021023879号
更新时间:2024/7/11 23:35:45