请输入您要查询的单词:
单词
elincture
释义
elincture
Latin
Participle
ēlinctūre
vocative masculine singular of
ēlinctūrus
随便看
ακαταβύθιστος
ακαταγώνιστος
ακαταδίκαστος
ακαταδίωκτος
ακαταδίωχτος
ακαταδεξία
ακαταδεξίας
ακαταδεξίες
ακαταδεξιά
ακαταδεξιάς
ακαταδεξιές
ακαταδεξιών
ακαταλάγιαστος
ακαταλήπτων
ακαταλαβίστικα
ακαταλαβίστικος
ακαταλληλοτήτων
ακαταλληλότητα
ακαταλληλότητας
ακαταλληλότητες
ακαταλόγιστα
ακαταλόγιστο
ακαταλόγιστος
ακαταλόγιστου
ακαταλόγιστων
国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。
Copyright © 2004-2023 idict.net All Rights Reserved
京ICP备2021023879号
更新时间:2024/8/7 8:49:18