请输入您要查询的单词:
单词
eintrügt
释义
eintrügt
German
Verb
eintrügt
second-person plural dependent subjunctive II of
eintragen
随便看
αναστόμωσης
αναστύλωσα
αναστύλωση
αναστύλωσης
ανασυγκροτήθηκα
ανασυγκροτήσεις
ανασυγκροτήσεων
ανασυγκροτήσεως
ανασυγκροτούμαι
ανασυγκροτώ
ανασυγκρότησα
ανασυγκρότηση
ανασυγκρότησης
ανασυνέδεσα
ανασυνέθεσα
ανασυνέταξα
ανασυνδέθηκα
ανασυνδέομαι
ανασυνδέσεις
ανασυνδέσεων
ανασυνδέσεως
ανασυνδέω
ανασυνθέσεις
ανασυνθέσεων
ανασυνθέσεως
国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。
Copyright © 2004-2023 idict.net All Rights Reserved
京ICP备2021023879号
更新时间:2024/7/13 11:25:36