请输入您要查询的单词:
单词
einhüllst
释义
einhüllst
German
Verb
einhüllst
second-person singular dependent present of
einhüllen
随便看
δυστυχήματος
δυστυχία
δυστυχίας
δυστυχίες
δυστυχημάτων
δυστυχισμένος
δυστυχιών
δυστυχώς
δυστύχημα
δυσφορία
δυσχέρεια
δυσχέρειας
δυσχέρειες
δυσχείμερος
δυσχερειών
δυτικά
δυτικά-βορειοδυτικά
δυτικά-νοτιοδυτικά
δυτικέ
δυτικές
δυτική
Δυτική Ασία
Δυτική Αυστραλία
Δυτική Γερμανία
Δυτική Ευρώπη
国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。
Copyright © 2004-2023 idict.net All Rights Reserved
京ICP备2021023879号
更新时间:2024/8/2 5:18:36