请输入您要查询的单词:
单词
dāsnāki
释义
dāsnāki
Latvian
Adjective
dāsnāki
nominative plural masculine form of
dāsnāks
随便看
αμπελουργού
αμπελουργούς
αμπελουργό
αμπελουργός
αμπελουργών
αμπελοφάσουλο
αμπελοφιλοσοφία
αμπελοφιλοσοφίας
αμπελοφιλοσοφίες
αμπελοφιλοσοφιών
αμπελοφυτεία
αμπελοφυτείας
αμπελοφυτείες
αμπελοφυτειών
αμπελοχώραφα
αμπελόβεργα
αμπελόβεργας
αμπελόβεργες
αμπελόκλημα
αμπελόφυλλα
αμπελόφυλλο
αμπελόφυλλου
αμπελόφυλλων
αμπελόφυτος
αμπελώνα
国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。
Copyright © 2004-2023 idict.net All Rights Reserved
京ICP备2021023879号
更新时间:2024/8/9 21:47:56