请输入您要查询的单词:
单词
drømmane
释义
drømmane
Norwegian Nynorsk
Noun
drømmane
m
definite plural of
drøm
(
non-standard since 2012
)
随便看
αντιληπτικός
αντιληπτικότητα
αντιληπτικότητας
αντιληπτός
αντιλογάριθμε
αντιλογάριθμο
αντιλογάριθμοι
αντιλογάριθμος
αντιλογήθηκα
αντιλογία
αντιλογίας
αντιλογίες
αντιλογίζω
αντιλογίσεις
αντιλογίσεων
αντιλογίσεως
αντιλογαρίθμου
αντιλογαρίθμους
αντιλογαρίθμων
αντιλογιέμαι
αντιλογισμέ
αντιλογισμοί
αντιλογισμού
αντιλογισμούς
αντιλογισμό
国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。
Copyright © 2004-2023 idict.net All Rights Reserved
京ICP备2021023879号
更新时间:2024/8/8 5:26:27