请输入您要查询的单词:
单词
dimicate
释义
dimicate
Latin
Verb
dīmicāte
second-person plural present active imperative of
dīmicō
随便看
απολυμαντικών
απολυμαντών
απολυτήρια
απολυτήριας
απολυτήριε
απολυτήριες
απολυτήριο
απολυτήριοι
απολυτήριος
απολυτήριου
απολυτήριους
απολυτήριων
απολυτίκια
απολυτίκιο
απολυτίκιου
απολυτίκιων
απολυταρχία
απολυταρχίας
απολυταρχίες
απολυταρχικός
απολυταρχισμέ
απολυταρχισμοί
απολυταρχισμού
απολυταρχισμούς
απολυταρχισμό
国际大辞典收录了7408809条英语、德语、日语等多语种在线翻译词条,基本涵盖了全部常用单词及词组的翻译及用法,是外语学习的有利工具。
Copyright © 2004-2023 idict.net All Rights Reserved
京ICP备2021023879号
更新时间:2024/11/6 7:28:21